- κόπρινος
- κόπρινος, -ίνη, -ον (Α)1. κοπρικός*2. (για τα σκουλήκια) αυτός που βρίσκεται στα κόπρανα («κόπρινοι σκώληκες», Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + κατάλ. -ινος, δηλωτική τής ύλης (πρβλ. ξύλ-ινος, πέτρ-ινος)].
Dictionary of Greek. 2013.