κόπρινος

κόπρινος
κόπρινος, -ίνη, -ον (Α)
1. κοπρικός*
2. (για τα σκουλήκια) αυτός που βρίσκεται στα κόπρανα («κόπρινοι σκώληκες», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + κατάλ. -ινος, δηλωτική τής ύλης (πρβλ. ξύλ-ινος, πέτρ-ινος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοπρίνος — ο (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων που ανήκει στην κλάση υμενομύκητες και στην τάξη αγαρικώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coprinus < copr (πρβλ. κόπρος) + κατάλ. inus] …   Dictionary of Greek

  • κόπρινον — κόπρινος full of dung masc acc sg κόπρινος full of dung neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπρίνου — κόπρινος full of dung masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπρίνους — κόπρινος full of dung masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόπρος — Αρχαίος αττικός δήμος της Ιπποθοωντίδας φυλής. Βρισκόταν στο ομώνυμο νησί, το οποίο ορισμένοι νεότεροι ιστορικοί ταυτίζουν με το σημερινό Γαϊδουρονήσι, άλλοι με τη Λέρο και άλλοι με κάποιο νησάκι που υπήρχε κοντά στην Ελευσίνα, το οποίο σταδιακά… …   Dictionary of Greek

  • k̂op(h)elo-s or k̂ap(h)elo-s —     k̂op(h)elo s or k̂ap(h)elo s     English meaning: a kind of carp     Deutsche Übersetzung: “Karpfenart”     Material: O.Ind. saphara m. “Cyprinus sophore” = Lith. šã palas “Cyprinus dobula”; Gk. κυπρῖνος “Karpfen”, perhaps after κεστρῖνος,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”